Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

σαμπουάν, όχι πια δάκρυα

και εκεί που νομίζεις πως όλα για σένα τέλειωσαν
και θα περάσεις  στην μαύρη εποχή που όλα θα σου φαίνονται τι άλλο(?) παρά μαύρα-
έχεις την τοπ τουέντι κλαψομούνικη συλλογή μουσικής και μια άλλη αντίστοιχη με ταινίες
κουβαλάς απαραιτήτως ένα πακέτο χαρτομάντιλα για παν ενδεχόμενο
ετοιμάζεις μακρινό ταξίδι μονάχα για πάρτι σου
ακυρώνεις κάθε έξοδο για να κλιστείς σπίτι
απομακρύνεσαι απ όλους δεν θες να μιλήσεις σε κανέναν
παύεις να ονειρεύεσαι
κοιμάσαι πολύ για να μην σκέφτεσαι
έχεις οργανώσει τα πάντα για να πονέσεις σωστά όπως πρέπει.
και περιμένεις
αλλά η κατάθλιψη δεν φαίνεται στον ορίζοντα
και περιμένεις
και αναπολείς...και θυμάσαι 
αλλά χωρίς κλάματα
θυμάσαι όλα αυτά που σε έκαναν να τον ερωτευτείς
και αυτά που σε έκαναν να τον αγαπήσεις
το χαζό του γέλιο, το κρύο του χιούμορ
αλλά και το έξυπνο του 
το τελευταίο υποκοριστικό που σου είχε βγάλει
την έκπληξη που σου είχε ετοιμάσει
την ήμερα που είχες ζηλέψει τόσο πολύ
το τρόπο που σε φιλούσε
το πρωινό που σου έφτιαχνε
την εκδρομή που είχατε πάει
ακούς τα τραγούδια που σου έστειλε
διαβάζεις τα μηνύματα του
βρίσκεις παντού σημάδια του
πας σε μέρη που άλλοτε είχατε πάει μαζί
θυμάσαι τι σου είχε πει στις 8 του Ιούνη
πως σε χάιδευε για 2 ώρες ασταμάτητα ενώ εσύ ήσουν άρρωστη
την τελευταία διαδρομή που κάνατε
τον πρώτο σας χορό
τον συναντάς κιόλας
τον συναντάς ξανά.

αυτό είναι το τέλος
μπορεί πάλι και να μην είναι
δεν ξέρω 
δεν έχω ιδέα

αλλά αυτά που ζήσαμε υπάρχουν 
δεν μπορείς να τα διαγράψεις
είναι οι αναμνήσεις σου
χαίρομαι που τα έζησα όλα αυτά
και χαίρομαι όταν τα ξαναθυμάμαι


δεν είναι τελικά και τόσο παίδεμα αυτές οι αναμνήσεις







Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Στο παζάρι της Κυριακής ή το τζίνι

Η μικρή Ελένη έκανε την καθιερωμένη βόλτα της Πέμπτης με ένα μπουκάλι μπύρας στο ένα χέρι και ένα βιβλίο του Τίτου Πατρίκιου στο άλλο. Διάβαζε, έπινε και περπατούσε και δεν την ένοιαζε τίποτα. Διάβαζε πέντε, έξι σειρές και έπειτα κοιτούσε μπροστά της, η εικόνα αποτυπωνόταν στον εγκέφαλο της, έτσι χάραζε μια νοητή πορεία την οποία θα ακολουθούσε όσο διάβαζε τις επόμενες πέντε, έξι σειρές. Σε ένα επόμενο σκανάρισμα ο εγκέφαλος της έδωσε σήμα ''ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΠΕΤΑΜΕΝΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ''. Δίπλα σε ένα κάδο σκουπιδιών ήταν πεταμένο ένα γυάλινο σκεύος, κάτι σαν τσαγιέρα. Η μικρή Ελένη το πήρε στα χέρια της και προσπαθήσε να το καθαρίσει κάπως με ένα χρησιμοποιημένο χαρτομάντιλο που 'χε στην τσάντα και ένα φυλλάδιο ''Αγοράζουμε μετρητοίς χρυσό''. Η τσαγιέρα άρχισε να δονείται μέχρι που βγήκε από μέσα της ένα τζίνι.Το τζίνι δεν ξάφνιασε την Ελενίτσα αντιθέτως την γοήτευσε.
Το τζίνι δεν μιλούσε, ήταν κάπως μελαγχολικό και όχι τόσο διάφανες, όσο θα περίμενε κανείς (όχι πως είχε ξανασυναντήσει, για να ξέρει). Η Ελενίτσα έμεινε να το κοιτά με θαυμασμό ενώ αυτό πήγαινε πέρα δώθε, σαν να περίμενε κάτι. Μια στιγμή στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον και κοιτάχτηκαν.Τα μάτια της Ελενίτσας βγάλαν σπίθες και μικρά πυροτεχνήματα έσκασαν μέσα στο στομάχι του τζίνι(αυτό θα ήθελε να γίνει η Ελενίτσα, αλλά δεν έγινε, αφού αυτός απέστρεψε το βλέμμα του).
-Μην το σκέφτεσαι πολύ, τρεις ευχές έχεις, πέστες να τελειώνουμε.Η Ελενίτσα δεν απαντούσε.
-Τι θες, αγάπη, καλό σεξ και διακοπές σε εξωτικό νησί?
-Όχι, του απάντησε
-Α.Είσαι από τις άλλες... λεφτά θέλεις!
-'Οχι.
-Μπύρες για ένα χρόνο?
Η Ελενίτσα κοίταξε το μπουκάλι της, το οποίο είχε σχεδόν τελιώσει αλλά και αυτή του την πρόταση την αρνήθηκε και τότε του πρόσφερε αυτή το μπουκάλι της και τον ρώτησε αν ήθελε να πίει λίγη.
-'Εχουν καιρό να με ρωτήσουν τι θέλω, της είπε το τζίνι και ήπιε από την μπύρα της.
Αράξανε σε ένα λόφο και ήπιανε πολλές μπύρες και μοιράστηκαν πολλά ο ένας για τον άλλον.Το τζίνι με μάτια, υγρά, αλλά χωρίς ούτε ένα δάκρυ, της μίλησε για τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του(αυτό εμπεριέχει πολλά, σχέση με άδοξο τέλος, τον εγκατέλειψε μόλις ικανοποίησε και την τελευταία της ευχή, παρόλο που περνούσαν πολύ καλά...-). Μίλησε λοιπόν και η Ελενίτσα για αυτήν, του εκμυστηρεύτηκε πολλά, όπως αυτό για τον παππού της, περιστατικό το όποιο γνωρίζουν μονάχα τέσσερα άτομα μεταξύ αυτών και το τζίνι, τον παππού της τον απήγαγαν εξωγήινοι κανείς δεν ξέρει το γιατί, όμως το έκαναν. Ακόμη, του είπε πως στο ένα από τα δύο της πόδια έχει έξι δάχτυλα, κάτι που ήξερε μονάχα η οικογένεια της, ο πρώην της και η δασκάλα γυμναστικής του δημοτικού.
Η ώρα πήγε τέσσερις και το τζίνι είχε κουραστεί, ενώ η Ελενίτσα όχι και τόσο. Το τζίνι σηκώθηκε αποφασιστικά και της ζήτησε να κάνει τις τρεις ευχές της και να τον αφήσει στην ηρεμία του, μόνο του. Αυτό καθόλου δεν της άρεσε γιατί ήθελε να τον ξαναδεί, έτσι του είπε το εξής,
-Πως θα σου φαινότανε αν για μια φορά στην ζωή σου κάποιος άλλος ήταν αυτός που σου πρόσφερε, αν αντί να έδινες, έπερνες? Το τζίνι σιωπά και η Ελενίτσα συνεχίζει,
-Θα φτιάξουμε μία σχέση και αν και όταν εσύ νιώσεις έτοιμος θα μου πραγματοποιήσεις μια ευχή, η και δυό. Το τζίνι ήπιε μια τελευταία γουλιά μπύρας και γύρισε πάλι πίσω στην τσαγιέρα του, και πριν μπεί και η τελευταία ιδέα καπνού, της είπε, τα λέμε!
Η Ελενίτσα δεν κατάλαβε-, επέστρεψε σπίτι της με τα πόδια και σκέφτηκε πως μάλλον δεν θα τον ξανασυναντούσε, πόσες φορές συναντάς ένα τζίνι στην ζωή σου?!
Την επόμενη εβδομάδα η Ελενίτσα βγήκε και πάλι για την καθιερωμένη της βόλτα και καθώς κατηφόριζε, κλώτσησε κάτι, όχι ένα οτιδήποτε κάτι, το κάτι, την τσαγιέρα(που μάλλον λυχνάρι ήταν).'Αυτο άρχισε να κατρακυλάει και η Ελενίτσα έτρεχε πίσω του να το προλάβει και από το μυαλό της περνούσαν χιλιάδες πράγματα, μέχρι που το λυχνάρι άρχισε να χάνει ταχύτητα και σταμάτησε στην μέση του δρόμου, η Ελενίτσα σταμάτησε δίπλα του, ανάσανε, ένα αμάξι της κόρναρε, το πήρε στα χέρια της βιαστικά και ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Έτριψε το λυχνάρι...-
Και αυτή είναι η αρχή μιας ιστορίας-
...Η μικρή Ελένη άνοιγε δειλά τα χείλη της και αυτός έμπαινε μέσα της και την γέμιζε ολόκληρη, από την κορυφή του κεφαλιού μέχρι και το έκτο δάχτυλο του ποδιού της, από τα γόνατα μέχρι τις θηλές του στήθους της, τον ένιωθε μέσα της παντού και την έκανε να τρέμει ολόκληρη και ήταν τόσο έντονη αυτή τους η επαφή που τον αισθανόταν μέσα της ακόμη και δυο μέρες μετά, χωρίς αυτός να είναι. Τα βράδια την ανέβαζε πάνω στο μαγικό του χαλί και την πήγαινε βόλτες πάνω από την πόλη και της έλεγε ιστορίες μέχρι να κοιμηθεί. Η Ελενίτσα προσπαθούσε να του δίνει πράγματα κάθε μέρα, κάθε τι μικρό είχε το έκανε μεγάλο για να του το προσφέρει, και την μεγαλύτερη της λύπη την μετέτρεπε σε τεράστιο χαμόγελο η σε άπειρα μικρά φιλάκια για να του τα δώσει. Τον έκανε ευτυχισμένο, το ίδιο και αυτός...
 Δεν της είχε κάνει όμως ούτε μια τόση δα ευχή, και παρόλο που πολλές φορές το σκεφτόταν δεν του το είχε κουβεντιάσει ποτέ.
Την καθιερωμένη βόλτα της Πέμπτης τώρα την έκαναν την Κυριακή, παρέα, μιάς και το τζίνι, λάτρευε τις Κυριακές(προσοχή!η Κυριακή δέν είναι η αγαπημένη μέρα όλων των τζίνι, αλλά αυτού του συγκεκριμένου). Το ραντεβού ήταν καθορισμένο, ώρα και μέρος. Η Ελενίτσα ήταν εκεί, περίπου στην ώρα της (με ένα τέταρτο καθυστέρηση), το τζίνι όμως δεν ήταν εκεί... Η Ελενίτσα πήγε για να τον συναντήσει και την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη και για μια βδομάδα ακόμη, τον αναζητούσε και τον περίμενε, μονάχη-
Το τζίνι δεν εμφανίστηκε ξανά και το μόνο που της είχε απομείνει από αυτόν ήταν μερικά καπάκια μπύρας. Του έδωσε τα πάντα και πήρε μερικά καπάκια μπύρας! Για την ώρα αυτό πίστευε, στην πορεία κατάλαβε πως μπορεί να μην είχε κερδίσει τις τρεις ευχές που της αντιστοιχούσαν αλλά είχε κερδίσει πολλά άλλα...

*Η μικρή Ελένη δεν κάθεται και κλαίει, κάθεται και περιμένει το τζίνι...
Και την καθιερωμένη βόλτα την κράτησε για την Κυριακή, την ξεκινάει όμως αρκετά πιο νωρίς απ ότι πριν και περνάει από το παζάρι και με την παλάμη της γυμνή τρίβει όποια τσαγιέρα η όποιο λυχνάρι βρίσκει...




Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

365 διά 3,1 διά 11 διά 6 ...

κάτι ανάμεσα σε Χριστούγεννα και απόκριες, ούτε κάν Πάσχα.
κάτι λίγο από καλοκαίρι...
περάσαμε από όλες τις εποχές αλλά δεν ζήσαμε καμία.
δεν κολυμπήσαμε γυμνοί στην θάλασσα.
δεν κάναμε έρωτα στην παραλία, ούτε στο αστεροσκοπείο.
δεν κάναμε μαζί αλλαγή χρόνου.
δεν χορέψαμε σε 3/4.
δεν πήγαμε σινεμά.
δεν πιάσαμε τον Μάη, ούτε αυτός μας έπιασε,δεν πιάσαμε ούτε τον Απρίλη.
δεν σε πήγα για μια ακόμη φορά, για μια τελευταία φορά, στο μέρος που τα χείλη σου συνάντησαν τα δικά μου.
δεν μας άγγιξαν οι σταγόνες της αυγουστιάτικης βροχής,
δεν ήσουν εκεί όταν έσβησα τα κεράκια της τούρτας μου,
απουσίαζες...
απουσίαζες από πολλά
ζήσαμε κάπου ανάμεσα...
ανάμεσα στις εποχές,
στους μήνες,
στης μέρες,
στις ώρες, στα λεπτά...
μετά το βράδυ και πριν το ξημέρωμα.
ανάμεσα...

και μέσα πουθενά.





Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

εύθραστον

Κάτι θα σπάσει-
πριν σπάσει εγώ έχω ήδη πονέσει
έχω ακούσει το ράισμα
άκουσα τα κομμάτια να πέφτουν
και ένιωσα τις αιχμηρές γωνιές να με κόβουν



κανε να μην σπάσει,κανε να μην σπάσει,κανε να μην σπάσει...παρακαλώ.
ΕΥΘΡΑΣΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ