Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

The story of a sick boy (girl).

Πίνω το ποτό μου σε κάποιο μπαρ μαζί με την κολλητή μου και τ' αγόρι. Ο μπάρμαν μου κάνει νόημα να πάω κοντά του. Έχω μια δουλεία για σένα, μου λέει, δυο πραγματάκια θα κάνεις και θα πάρεις 60 ευρώ. Δεν το σκέφτομαι καθόλoυ. Του απαντάω ναι. Μας φτιάχνει δυο σφηνάκια, για να σφραγίσει το ντιλ και πριν προλάβει να βάλει τις φέτες του πορτοκαλιού, εγώ, τα χω ρίξει και τα δυο μέσα μου.
Επιστρέφω στην παρέα. Τ 'αγόρι με πιάνει απ την μέση με το ένα χέρι. Mε τραβά κοντά του. Μου κάνει κάτι αηδιαστικό στον αυτί με γλώσσα και πολλά σάλια και μου χουφτώνει τον κώλο. Συζητάνε για καταλήψεις. Εγώ κοιτώ γύρω μου και ψάχνω τον πελάτη μου. Μετά από ώρα έρχεται η σερβιτόρα και μου ζητά να την ακολουθήσω, τους λέω πως θα λείψω για δουλειά και εξαφανίζομαι, πριν προλάβουν να μου κάνουν περισσότερες ερωτήσεις.
Η σερβιτόρα ανοίγει δρόμο να περάσουμε και όλοι μας κοιτούν. Δεν είμαι πόρνη θέλω να τους πω. Αλλά και να τους πω δεν θα ακούσουν, αλλά και να ακούσουν δεν θα καταλάβουν. Ένας βλαχοτρέντι με γλυμμένο το μαλλί, έρχεται κοντά μας. Αυτός θα ναι, όχι δεν είναι. Ευτυχώς, ξαναφεύγει. Με παραδίδει σε μια κοπέλα με ένα κόκκινο αμάξι. Κάνω να μπω και η πόρτα δεν ανοίγει. Απ' του οδηγού μου λέει. Μπαίνω σαν τυμβωρύχος και αυτή πίσω μου. Βάζει μπρος, φεύγουμε μακριά απ την πόλη, βρισκόμαστε στα μέρη μου, αλλά φεύγουμε και από αυτά. Οδηγούμε μέσα σε σκηνικό θρίλερ, σκοτεινός δρόμος, υγρασία, περιορισμένη ορατότητα και δέντρα αριστερά και δεξιά. Δεν λέμε κουβέντα, κρατάμε κρυμμένα μυστικά. Είναι καλός, καθαρός και γιατί το κάνει, την ρωτάω, από μέσα μου και γιατί το κάνω και γω. Σε μια εσοχή μπροστά, από τις ταχύτητες υπάρχουν κάτι επαγγελματικές κάρτες.Επάνω λένε "ΕΙΔΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ'' ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ. Και γω, της λέω, δείχνοντάς της την κάρτα. Σκάει χαμόγελο εγκεφαλικού, που μέχρι να φτάσουμε έχει ξεθυμάνει και χει μετατραπεί σε ανάποδο χαμόγελο.
Φτάνουμε. Παρκάρουμε έξω από ένα μεγάλο κτήριο, δεν μοιάζει με σπίτι. Βγαίνω από την πόρτα του οδηγού, έτσι όπως μπήκα. Αριστερά από την κεντρική είσοδο υπάρχει μια επιγραφή, μπαίνουμε βιαστικά και έτσι δεν προλαβαίνω να την διαβάσω. Μια  κοπέλα μας χαιρετά στην είσοδο. Μπαίνουμε στο ασανσέρ, κοιτάζω στον καθρέπτη και προσπαθώ διακριτικά να διορθώσω το μπορντό κραγιόν μου. Βγαίνουμε σε έναν διάδρομο που υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, φαίνεται πως η κοπέλα τους γνωρίζει. Συζητούν και με κοιτάζουν, η δεύτερη κοπέλα της παρέας με σχολιάζει, πολύ μακρόστενη είναι, ενώ ένα άλλο αγόρι συμπληρώνει και μαυριδερή. Πάω προς το παράθυρο και λύνω τα μαλλιά μου. Ανάβω τσιγάρο, πριν προλάβω να ρουφήξω την πρώτη τζούρα, ακούω μια φωνή, απαγορεύεται! Η πόρτα στο βάθος του διαδρόμου ανοίγει και τώρα όσοι βρίσκονταν έξω μπήκαν μέσα. Από την μισάνοιχτη πόρτα βλέπω έναν νέο, ξαπλωμένο σε κρεβάτι και γύρω του άλλους. Ψάχνει και εκείνος με το βλέμμα του στον διάδρομο, με αναζητά.
Μόλις τα μάτια μας διασταυρώνονται κάνω πίσω, κρύβομαι.
Σε λίγο η πόρτα ξανανοίγει, η παρέα τον καληνυχτίζει και βγαίνει γελώντας. Παίρνουν το ασανσέρ και φεύγουν. Κανείς δεν μου έδωσε καμία σημασία, καμία οδηγία από κανέναν. Παραμένω εκεί. Δύο λεπτά μετά, μέσα από το δωμάτιο το αγόρι με καλεί να πάω. Ανοίγω την πόρτα όσο πιο αθόρυβα μπορώ. Εκείνος βρίσκεται ακόμη στο κρεβάτι, φορά μια μπαντάνα στο κεφάλι. Το δωμάτιο είναι γεμάτο μηχανήματα, σωληνάκια και άλλα ιατρικά σύνεργα, κάπου υπάρχει και ένας καναπές, αφήνω την τσάντα μου και κάθομαι. Όλα όσο πιο διακριτικά γίνεται. Το αγόρι με παρακολουθεί. Τα λεφτά είναι εκεί, μου λέει και μου δείχνει ένα συρτάρι διπλά στον καναπέ, το ανοίγω και μέσα βρίσκονται τα 60 ευρώ. Χρειάζεται να γδυθώ με ρωτάει, ναι του λέω αμήχανα και μετά, δεν ξέρω. Δεν το χω ξανακάνει μου λέει.
Ούτε γω.

Τα βγάζει όλα εκτός από την φανέλα και τακτοποιημένα τα ακουμπά στο κάγκελο του κρεβατιού. Έλα, λέει. Πάω κοντά του και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο μέσα στα μάτια, διαβάζουμε τις ψυχές μας.
Είναι σχεδόν είκοσι τριών χρόνων, σαν και μένα, χλωμός και αδύνατος, τα μάτια του είναι ξεθωριασμένa πράσινα και αν είχε μαλλιά θα ήταν κατάμαυρα.
Είχε και ένα σκύλο, κυνηγόσκυλο. Είχε και μια κοπέλα. Και σπούδαζε και έπαιζε μπάσκετ και οδηγούσε και αμάξι, του πατέρα του. Διάβαζε. Και έβλεπε πολλές ταινίες, πήγαινε σε φεστιβάλ. Έτρωγε τηγανητές πατάτες με πολύ αλάτι και κέτσαπ και έπινε κόκα-κόλα, κάθε μέρα. Τα σαββατοκύριακα πήγαιναν στο εξοχικό του φίλου του και άναβαν το τζάκι και πάντα ξεχνούσαν να ανοίξουν την καμινάδα και το σπίτι γέμιζε καπνό και έπειτα άνοιγαν τις πόρτες και τα παράθυρα για να απομακρύνουν την κάπνα και ξεπάγιαζαν από το κρύο και τυλίγονταν με κουβέρτες. Τα βράδια που έβγαινε, έπινε πολύ και μεθούσε και έκανε στριπτίζ στους φίλους του και το πρωί ξυπνούσε γυμνός και δεν είχε ιδέα γιατί...
Τα χέρια μου μουδιάζουν, είναι γιατί θέλω να κλάψω. Tα μάτια μου βουρκώνουν. Ξαπλώνω γρήγορα δίπλα του για να μην το δει και κοιτάζω το ταβάνι.
Ξεφυσώ, ενώ αυτός εισπνέει.
Και τώρα εγώ εισπνέω και  αυτός εκπνέει.
Εκπνέω, εισπνέει.
Και οι δυο μαζί,
πιο βαθιά
και πιο κοφτά
και πιο γρήγορα.
Επαναλαμβάνεται το ίδιο.
Νιώθω το σώμα του να τρέμει, να σπαρταράει σαν ψάρι. Του σηκώνεται. Ντρέπεται και προσπαθεί να το κρύψει, του αγγίζω το χέρι και ερεθίζεται ακόμη πιο πολύ. Του το σφίγγω παρηγορητικά, να μην νιώθει άσχημα, αλλά και σε μένα τα ίδια συμβαίνουν παρόλο που έχω μάθει να τα κρύβω καλά. Ανεβαίνω από πάνω. Του φιλάω το κούτελο. Και με τα δυο μου χέρια, απομακρύνω την μπατάνα. Δεν έχει μαλλιά. Του φιλώ όλο το κεφάλι, του φιλώ την μύτη και τα μάτια.
Πλησιάζω το στόμα του. Με τα χείλη μου χαϊδεύω τα δικά του. Αρχίζει να με αγγίζει και αυτός με τα ακροδάχτυλα, δειλά-δειλά.
Και με φιλάει,
με ορμή,
κάπως άγαρμπα.
Με δαγκώνει κατά λάθος.
Σταματά.
Εγώ ξαναπροσπαθώ. Του μαθαίνω πώς. Ρουφά το αίμα, απ το χείλος μου. Μου περιποιείται την μικροσκοπική αυτή πληγή και συνεχίζει τα φιλιά. Έχει πικρή γεύση το στόμα του. Και συνεχίζει τα φιλιά.
Τέρμα τα φιλιά!
Κάνω να κατεβώ προς τα κάτω, εκείνος όμως με θέλει εκεί. Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας. Προσπαθώ και πάλι με το χέρι μου, να του πιάσω το πουλί. Μου αρπάζει και τα δυο χέρια, με φιλά με μανία, σαν να θέλει να μου πιει την ψυχή, να μου ρουφήξει ζωή. Με σφίγγει με δύναμη, με πονά. Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας.
Με φιλάει...
Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας γαμώτο, του φωνάζω!

Σηκώνομαι.
Παίρνω τα πράγματα μου, ανοίγω το συρτάρι, παίρνω τα λεφτά. Φεύγω τρέχοντας. Καμιά απόσταση δεν είναι αρκετή και συγχρόνως τόσο μεγάλη για να φύγω από κει.
Κλαίω.
Δεν κλαίω για αυτόν, δεν κλαίω για την αρρώστια του και το πόνο του, δεν κλαίω που πιθανότατα σε λίγο καιρό θα πεθάνει.
Κλαίω για μένα.

Κοιτάζω τα λεφτά στην υγρή παλάμη μου, πήρα μόνο το ένα εικοσάρικο,
για να ταξί.
Πολύ κακιά;
Βρίσκομαι και πάλι στο μαγαζί απ όπου ξεκίνησα, οι δικοί μου έχουν φύγει, ο κόσμος και οι παρέες έχουν ανανεωθεί. Πίνω ένα ποτό με τα λεφτά που μου απέμειναν και χορεύω προκλητικά με αγνώστους.












*2 χρόνια μαζί!



Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Όνειρο θα 'ταν

Καλοκαίρι σε κάποια παραλία απ τς κρυφές, κατάμεστες με κόσμο. Εγώ η μικρότερη της οικογενείας κάνω διακοπές εκεί, ακόμη μαζί με τους γονείς μου. Από τις τελευταίες μας. Οι δίπλα παραθερισταί δεν έχουν σταματήσει να παίζουν ρακέτες την τελευταία μια ώρα. Τα μπαλάκια τους έχουν πετύχει ουκ ολίγες φορές τον πατέρα μου. Αυτός τους έκανε παρατηρήσεις επανειλημμένα. Και τώρα έχει φτάσει  η ώρα του καυγά. Εγώ δεν ασχολούμαι.
Εγώ κάνω ηλιοθεραπεία, αλλάζω πλευρά και ρίχνω ένα μαντήλι πάνω στο κεφάλι μου. Με το ένα αυτί στην γη, αφουγκράζομαι όλους τους ήχους γύρω μου. Φωνές, τρεχαλητά, τα κλάματα των μωρών και τα ανέμελα παιχνίδια των παιδιών. Ξεχωρίζω έναν ήχο μέσα σε όλους αυτούς, τον απομονώνω. Είναι βαρύγδουπα αντρικά βήματα. Και όλοι οι άλλοι ήχοι παύουν. Ακόμη και το κύμα σίγασε. Ανοίγω τα μάτια και ανασηκώνομαι στους αγκωνές. Τρεις άντρες της αστυνομίας, μια νέα ομάδα, η ομάδα Ξ, η αλλιώς ξιφίας. Πλησιάζουν και γω σηκώνομαι απότομα, αναζητώντας να μάθω τον λόγο της επίσκεψης τους. Τους κοιτώ επίμονα. Ένας από αυτούς με πλησιάζει, δεν έχω ιδέα γιατί εμένα. Μου λέει οι σφαίρες θα κάνουν τόσο ωραίο ήχο πάνω σου. Γελάω σαρκαστικά αλλά με φόβο. Κατά βάθος θέλω να του πω, τι λες παλιό μαλάκα! Δεν μιλώ. Του γυρνάω την πλάτη και απομακρύνομαι. Τον ακούω πίσω μου. Είμαι στο επίκεντρο. Όλοι παρακολουθούν ακίνητοι, σιωπηλοί και έντρομοι. τώρα ξέρω πως δεν αστειεύεται. Κάνω να τρέξω, να πέσω κάτω, να κρυφτώ. Πριν προλάβω να αποφασίσω τι θα κάνω, κάνει αυτός για μένα. Τρεις σφαίρες φυτεύονται στην ιδρωμένη πλάτη μου, πίσω από το στήθος. Παίρνω μια κοφτή ανάσα και σωριάζομαι στην χρυσή άμμο. Η μητέρα μου προσπαθεί να τρέξει κοντά μου.
 Όλοι οι ήχοι μεγαλώνουν παραμορφώνονται. Βλέπω τα χάλκινα μαλλιά της μητέρας μου και νιώθω τα δάκρυα της πάνω μου. Μακριά από μένα θρηνεί ένας κορμοράνος, μέσα από το σώμα του πατέρα μου. Αρχίζω να χάνω και άλλες αισθήσεις. Την όραση. Οι εικόνες και αυτές αλλοιώνονται. Διακρίνω πλάι στην μητέρα μου ένα μαυριδερό αγόρι. Το αγόρι που περάσαμε μαζί το περσινό μας καλοκαίρι. Ήταν ώρα στην παραλία, τον είχα δει και με είχε δει αλλά ψάχναμε την κατάλληλη στιγμή για να ανταμώσουμε μακριά από αδιάκριτα μάτια. Ένας από τους πολλούς εραστές μου ήταν εκεί για να με χαιρετήσει, δίπλα στην μάνα μου, αυτή που μου χάρισε την ζωή και αυτός που μου την υπενθύμισε κάτι φορές λίγο πριν την ανατολή.
Κάτω απ' τον καυτό ήλιο, ιδρώνω όλο και περισσότερο. Προσπαθώ να μιλήσω αλλά δεν μπορώ, ματώνω όλο και περισσότερο, προσπαθώ να πάρω ανάσα και το στόμα μου γεμίζει με 'ενα κόκκινο μείγμα, απο άμμο και αίμα. Και τα μάτια μου αντικρίζουν μόνο λευκό. Ένα λαμπερό λευκό.
Και για κάποιο λόγο τώρα δεν φοβάμαι.

Στις επόμενες ώρες θα ξεσπάσουν κύματα διαδηλώσεων σε όλη την χώρα και το κέντρο θα βρίσκεται για ακόμη μια φόρα στις φλόγες.


Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

1209

Σκέφτομαι πως αν εκείνο το πρωινό της Τετάρτης δεν είχα αρρωστήσει, μπορεί να ήμασταν μαζί. Πως αν αντί για το νοσοκομείο ήμουν κοντά σου, μπορεί ακόμη να μου μιλούσες η έστω να απαντούσες σε κάποιο από τα μηνύματα μου. Αυτά τα σκέφτομαι στο δωμάτιο 1209, τρεις μήνες μετά.

Ένα χρόνο πριν, δεν μου άρεσαν τα νοσοκομεία, συγκεκριμένα δεν άντεχα την μυρωδιά τους, τώρα έχω πάρει την μυρωδιά τους ή αυτά την δική μου ή απλά συνηθίσαμε ο ένας τον άλλον. Ποιο παλιά φοβόμουν τις αιμοληψίες, τώρα μου παίρνουν αίμα ακόμη και όταν κοιμάμαι. Έχω κάνει όλων των ειδών τις εξετάσεις και τον φόβο μου τον συσσωρεύω όλο σε τέσσερα άκρα, σε σε δυο μικρές γροθιές και σε αλλά δυο παιδικά πόδια που σιγοτρέμουν και χτυπιούνται μόνα τους. Στο νοσοκομείο δεν υπάρχουν φύλλα σε ξεγυμνώνουν άντρες και γυναίκες σου αγγίζουν το στήθος την κοιλιά και πιο χαμηλά άντρες και γυναίκες, σε εξυπηρετούν στην τουαλέτα άντρες και γυναίκες. Στο νοσοκομείο δεν υπάρχει προσωπικός χώρος και φυσικά ούτε ώρες κοινής ησυχίας. Στο νοσοκομείο μέσα γίνεσαι μια μηχανή που καταναλώνει και παράγει. Πάρε χάπι, πάρε φάρμακο, πιες αυτό το υγρό, φάε φρυγανιά, πάρε φάρμακο, πάρε αντιβίωση, πάρε χάπι. Και έπειτα ζητούν... Ζητούν αίμα, ζητούν ούρα, ζητούν κόπρανα και πάλι αίμα και ξανά αίμα και δείγματα και βιοψίες και πάλι αίμα. Και επίσης αναπνοές, σαν να βρίσκεσαι σε δάσος, αλλά βεβιασμένες, βαθειά ανάσα για την αιμοληψία, για τον φλεβοκαθετηρα, για την ακρόαση, για την ψηλάφηση, τον υπέρηχο, την αξονική, την μαγνητική...Όταν τριγυρνάς στους διαδρόμους υγιείς και ασθενής σε ελέγχουν εξονυχιστικά, από πάω ας κάτω, παίζοντας μάντεψε τι, κρίμας το κοριτσάκι λένε από μέσα τους και εν το μεταξύ έχουν ελέγξει τον ορό και όλο σου το σώμα για τυχόν, πληγές, ράμματα, επεμβάσεις, προσπαθώντας να κάνουν μια επιπόλαιη διάγνωση.

Από όταν μπήκα στο δωμάτιο έχουν καλέσει τρεις φορές στο τηλέφωνο,
ψάχνουν μια Ελεάνα, μεγάλη μάλλον σε ηλικία καθώς μεγάλες και οι φωνές που την αναζητούν. Πέθανε! Αλλεργική αντίδραση σε αντιβίωση, έπειτα έμφραγμα. Ακαριαίος θάνατος. Υποθέτω εγώ. Γιατί παρόλο που ναι νοσοκομείο δεν μου δημιουργεί καμιά ελπίδα. Και αυτή η ελπίδα αν υπάρχουν θραύσματα της, ολοένα τα παίρνει ο άνεμος, όταν είσαι μόνος. Όταν είσαι μόνος φρικτές σκέψεις περνάνε απ το μυαλό σου, πόσο μάλλον μέσα σε ένα μπλε δωμάτιο νοσοκομείου, με ένα πίνακα απέναντι σου και αυτόν μπλε, κάποιο νησί του Αιγαίου, όχι κακό, αλλά όχι τέλος πάντων της δικής μου αισθητικής. Και εδώ θέλω να προσθέσω πως όσο καθαρό και φροντισμένο και πολυτελές να είναι το νοσοκομείο, δεν παύει ποτέ να είναι νοσοκομείο, ένας χώρος που δεν βρίσκεσαι μάλλον για καλό λόγο, ένας χώρος που σε κρατά μακρυά απ την ζωή σου την καθημερινότητα σου, την οικογένεια τους φίλους, την ελευθερία σου.

Κλαίω με λυγμούς, σε παίρνω τηλέφωνο, το σηκώνεις, μα γιατί δεν το είχα δοκιμάσει νωρίτερα...κλαίω, δεν έχω δύναμη να σου μιλήσω, εσύ μένεις εκεί στο ακουστικό, σε ακούω, την ανάσα σου, την αναγνωρίζω, την θυμάμαι, κομμένη και συγκρατημένη, να μην διακόψει το κλάμα μου. Ησυχάζω και σου λέω...

-Σε παρακαλώ...
είμαι στο νοσοκομείο...
και φοβάμαι...

και σε έχω ανάγκη!

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Σκέφτομαι και γράφω: To σπίτι μου.

Στο σπίτι μου λέμε κλείσε την καταπακτή, πέρα απ' την πόρτα γιατί έχουμε και τέτοια, λέξη που πολλοί αγνοούν. Στο σπίτι μου ξέρουν πως είμαι κι η Νατάσα. Στο σπίτι μου τις νύχτες δολοφονούμε κατσαρίδες με φοβερή επιτυχία. Στο υπόγειο του σπιτιού μου έχουμε αναθρέψει νεογέννητα γατάκια με την χρήση ενός παλιού μας μπιμπερό. Είμαστε όλοι όμορφοι, έτσι τουλάχιστον λέει το επίθετο μας. Στο σπίτι μου φιλιόμαστε μόνο την Ανάσταση ίσως και καμιά Πρωτοχρονιά. Στο σπίτι μου δεν κλαίμε ο ένας μπροστά στον άλλον, δεν παίρνουμε αγκαλιές και δεν αγαπάμε, ακόμη και αν το κάνουμε μέσα η έξω από αυτό δεν το λέμε. Στο σπίτι μου δείχνουμε την αγάπη με περίεργους τρόπους. Στο σπίτι μου δεν  λέμε σε αγαπώ, με αγαπάς; μου έλειψες, σε χρειάζομαι και άλλα τέτοια, βρισιές όμως ακούγονται πολλές. Στο σπίτι μου δεν κάνουμε δώρα. Και δεν έχουμε κορνίζες με φωτογραφίες. Στο σπίτι μου τρία από τα πέντε μέλη της οικογενείας σβήνουν τούρτα μέσα στο ίδιο 24ωρο. Στο σπίτι μου έχουμε σπίτια, αλλά όχι λεφτά. Στο σπίτι μου πάντα κάποιος νοσεί και όταν κάποιος δεν είναι καλά, κανείς δεν είναι καλά. Στο σπίτι μου δεν πιστεύουμε και δεν νηστεύουμε. Στο σπίτι μου δεν ποθούμε, δεν κάνουμε έρωτα κι αν κάνουμε δεν χρειάζεται να το λέμε. Στο σπίτι μου κανείς δεν μένει νηστικός, συγγενής, φίλος, γνωστός και άγνωστος, για όλους υπάρχει φαΐ. Στο σπίτι μου δεν ξέρουμε τίποτα ο ένας για τον άλλον. Στο σπίτι μου υπάρχει απόσταση ανάμεσα μας από 1 μέτρο έως 5 μέτρα. Οι αποστάσεις αυτές δεν μπορούνε να μικρύνουν, μονάχα να μεγαλώσουν!
Και αυτό είναι το σπίτι μου.




Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

καταδικασμένος έρωτας

Μια σχέση τόσο σύντομη όσο διαρκεί μια βροχή. Μετά από έναν άγριο καυγά στον οποίο άκρη δεν έβγαλαν, έκαναν άγριο έρωτα. Πήγαν απλώς στο ρετιρέ, γδύθηκαν και έκαναν έρωτα. Και το πρωί αυτή ξετρύπωσε μέσα από την ιδρωμένη αγκαλιά του, ντύθηκε και έφυγε. Και δεν ξαναμίλησαν διότι πριν τον έρωτα είχαν τσακωθεί. Και τώρα αυτή, πρέπει να περιμένει ακόμη 26 ημέρες πριν τον βγάλει από το μυαλό της οριστικά, διότι υπάρχει περίπτωση μέσα της να υπάρχει ένα γονιμοποιημένο ωάριο, δικό της και δικό του. Έτσι η πρώτη σταγόνα αίματος θα  είναι αυτή που θα σημάνει και το τέλος τους.
Τέλος.


Σκέφτομαι και γράφω:Το καλοκαίρι μου

Ηλιαχτίδες, γρανίτα σπρώξε-γλείψε, νερό στυφό, να κοιτάς τα αστέρια, κονσέρβες, παρεό, παγωμένη ρακί, καράβι...
Καλοκαίρι!
Καλοκαιρινοί έρωτες, θαλασσινοί έρωτες, νησιώτικοι έρωτες!
Αναρχοτσούτσουνοι, γυμνές συντρόφισσες -η αλληλεγγύη φεύγει από την πλατεία και πάει παραλία.
Κατάληψη στις παραλίες, στα καλοκαίρια μας.
Όλος εσύ ένα μπακ-πακ -ποιος είσαι; από που είσαι; τι κάνεις;
Γυμνός εσύ, είσαι τίποτα και τα πάντα, μόνο αλήθεια.
Μην ντρέπεσαι για τα μικρά σου βυζιά, κάποιος εκεί έξω ποθεί να στα γλείψει. Μην κρύβεις τα σημάδια σου, είναι η γοητεία σου. Και τα παχάκια σου, κάποιος θέλει να τα φιλήσει, να κοιμηθεί απάνω τους. Άσε τα μαλλιά σγουρά, ελεύθερα, άλουστα. Άσε τα παπούτσια που σε ψηλώνουν, άσε τα μολύβια και τα χρώματα και τα τερα κοτα και τον κόκορα και την κότα. Άσε το αλάτι πάνω σου και τον ιδρώτα σου και τον ιδρώτα της. Μην πλύνεις δόντια, κράτα την γεύση της μέσα σου!
Εμπιστεύομαι περισσότερο τους άπλυτους γυμνούς!
Κάμπιες μες στα σλιπινγκ-μπαγκ που με την πρώτη αχτίδα του ήλιου θερμαίνονται και γίνονται πανέμορφες πολύχρωμες πεταλούδες, που πετούν προς την θάλασσα με σκοπό την αθανασία τους, αμφίβιες πεταλούδες που σχίζουν τα κύματα. Κορμιά που έχουν ψηθεί στον ήλιο και στην αλμύρα. Έρωτας στην άμμο και το κύμα, φιλιά με γεύση αλάτι και λάδια και αντηλιακό. Έρωτες που κρατούν όσο ένα ηλιοβασίλεμα, όσο ένα μακροβούτι, όσο μια αναπνοή.
Σώματα που δεν θα ερωτευτούν μεταξύ τους ξανά. Χίπης με δαπίτισσα, Ελλάδα-Αμερική, Αθήνα-Κρήτη. Πρόσωπα και χάδια θα λησμονηθούν. Θα ανταμώσουν σε όνειρα του Δεκέμβρη... σε καλοκαίρια φανταστικά... σε κάποιο καλοκαίρι μας στην Ανάφη!

 Έρωτες που κρατούν ένα μόνο καλοκαίρι!

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

αγάπη είναι...#3#

...μια αγκαλιά φτιαγμένη μόνο για σένα. Που θα μπορούσες να μείνεις εκεί για πάντα. Σαν να ανήκες από πάντα εκεί. Σαν να ήσουν φτιαγμένη για εκεί.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Απλά

Δεν έχω ανάγκη να σε δω. Δεν θέλω πλέον  να ήμαστε μαζί. Δεν θέλω να περνάμε χρόνο οι δυο μας όπως παλιά. Δεν θέλω να κοιμόμαστε μαζί. Δεν θέλω τα χάδια σου και τα φιλιά σου. Δεν θέλω τα δώρα σου. Δεν θέλω τίποτα δικό σου. Δεν θέλω να μιλάμε. Θέλω μονάχα κάποια στιγμή να κάτσουμε οι δυο μας στον καναπέ σου, απέναντι απ την φωτιά και να δούμε μια ταινία. Και να αρχίσεις να μου χαϊδεύεις το χέρι και έπειτα τον σβέρκο μου. Και να αποκοιμηθώ πάνω σου με τα χάδια σου να με νανουρίζουν. Και όταν τελειώσει η ταινία να με πας στα χέρια σου ως στο κρεβάτι και μόλις με εναποθέσεις να αρχίσω να σε φιλώ μες στον ύπνο μου. Και να κάνουμε έρωτα. Και να ξυπνήσω και συ να σαι ήδη στην κουζίνα και να μου ετοιμάζεις το πιο τέλειο πρωινό δεδομένου των υλικών που έχεις. Και έπειτα να πάμε βόλτα στη  θάλασσα και να βάλουμε το come on Eileen να παίξει στα ηχεία του αυτοκινήτου και να χορεύουμε σαν μικρά παιδιά. Και να μπούμε στο τρένο και να αλλάζουμε βαγόνια σε κάθε στάση, να κατέβουμε στο Μοναστηράκι και να κάνουμε βόλτα στα παλιατζίδικα. Να μου αγοράσεις κοκοράκι και γω το πιο μεγάλο κόκκινο μπαλόνι. Να βγούμε στην Πανεπιστημίου και φωνάξουμε για επανάσταση. Να τρέξουμε ως τα Εξάρχεια. Να ανέβουμε στου Στρέφη και να πάμε στο πιο ήσυχο μέρος, εκεί που δεν έχει πολλά φώτα, να ανακρίνουμε τον ουρανό των Αθηναίων και να μετρήσουμε τα άστρα τους. Να μπούμε στο αμάξι και να βγούμε στην εθνική και απλά να οδηγάς και εγώ απλά να μαι δίπλα σου και να σου χαϊδεύω τα μαλλιά και να σε πειράζω και να σου λέω πόσο χαζό είσαι....

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Σε φάση σουρεάλ

Στο βυθό της θάλασσας γίνεται μεγάλο πάρτι. Πάνω σε έναν μεγάλο τιρκουαζ ύφαλο η Έλλα με ουρά γοργόνας τραγουδά το Dream a little dream of me. Ψάρια κλόουν σερβίρουν ποτά πάνω σε ιπτάμενα σαλάχια. Ο κόσμος χορεύει έναν περίεργο αργό χορό με μακρόσυρτες κινήσεις, τα χέρια μακραίνουν και σαν πλοκάμια, μπλέκονται, τυλίγονται, ξετυλίγονται και αγγίζουν τρυφερά και με πάθος το ταίρι τους. Ένα δελφίνι συναντά μια γυναίκα. Προσπαθεί να  την εντυπωσιάσει με άλματα, χορευτικές πιρουέτες και κωλοτούμπες. Αυτή πιάνει το πτερύγιο του και αυτό την ταξιδεύει. Την πάει σε άλλο ωκεανό. Βγαίνουν σε ένα νησάκι. Το δελφίνι αποκτά πόδια και χέρια ανθρώπου. Ξαπλώνουν πλάυ στην αμμουδιά και θαυμάζουν το ματωμένο φεγγάρι. Η γυναίκα απλώνει το χέρι της και αρπάζει το φεγγάρι και το φορά για μενταγιόν στον λαιμό της. Σειρήνες ηχούν μέσα απ τo  βυθό. Κάποιος τράβηξε το πώμα απ' το πάτο της θάλασσας και η στάθμη αρχίζει να κατεβαίνει. Όλα τα ψάρια πρέπει να επιστρέψουν πίσω. 'Oπως και το δελφίνι. Η θάλασσα γίνεται μια τεράστια ρουφήχτρα και παίρνει μαζί της ότι είναι δικό της. Το ίδιο και ο ουρανός. Τράβα πίσω το φεγγάρι του μαζί με την γυναίκα που το είχε φορέσει για μενταγιόν.


Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

ΟΤΟΜΠΙΑΝΚΙ

Μπαίνω στο σπίτι αναψοκοκκινισμένη, όχι στεγνή, με μια γεύση στα χείλη. Πέφτω στο κρεβάτι  και κοιμάμαι με την αίσθηση σου μέσα μου. Τώρα είμαι μόνη μου, ένα κοριτσάκι που κοιμάται στο συρόμενο κρεβάτι του καναπέ πλάι στον αδερφό της, μέσα στο δωμάτιο που έζησε από τα μηδέν της. Πριν όμως ήμουν μια γυναίκα. Ένα πλάσμα που φλεγόταν. Η μηχανή του αυτοκινήτου αναμμένη, το Maggot Brain παίζει στο ραδιόφωνο και γω σε θέλω τώρα! Σου γλύφω το αυτί και το λαιμό και συ με δαγκώνεις στο σβέρκο. Με πονάς, αλλά μου αρέσει. Μου αφήνεις και σημάδι, ένα σημάδι που θα υπάρχει και 36 ημέρες μετά. Με φιλάς και με ρουφάς και κάπου εκεί ο χώρος και ο χρόνος χάνεται κυριαρχούν μόνο οι αισθήσεις, η αφή, η γεύση, η ακοή...με γραπώνεις, με γεύεσαι ολόκληρη, μου ψιθυρίζεις. Τα τζάμια του αυτοκινήτου θολώνουν από τα χνώτα και τις ανάσες μας. Και τώρα κανείς δεν μας βλέπει ή έτσι νομίζουμε ή και να μας βλέπει δεν μας νοιάζει.
 
 


Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

παραλήρημα υπέρ ανθρωπάκου

Εσύ μικρέ ανθρωπάκο, δημιουργήθηκες και γεννήθηκες με σκοπό να ερωτευτείς και να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. Και έπειτα καταδικάστηκες να μην τα καταφέρεις ποτέ. Οι λεμφαδένες σου πρήζονται, το στομάχι σου πρήζεται, τα δάχτυλα σου πρήζονται. Και η διάγνωση είναι η απουσία του έρωτα. Νομίζεις πως έχει ζήσει και τον έρωτα και την αγάπη. Ανθρωπάκο, τίποτα από αυτά δεν έζησες. Όλα μείναν ανεκπλήρωτα, ανολοκλήρωτα. Την ξοδεύεις την καρδιά σου εδώ και κει. Και νιώθεις τόσο σκάρτος που δεν έχει καταφέρει να επιτύχεις τον σκοπό σου, ανίκανος και ακόμη περισσότερο αδύναμος και αβοήθητος. Βγάζεις τούφες από τα μαλλιά σου και απ'τα μυαλά σου βγάζεις. Τραβάς πετσάκια μετά μανίας, έως ότου ματώσεις, μένεις έξω στην βροχή περιμένοντας και την τελευταία σταγόνα να πέσει πάνω σου και κρυολογείς...
Και το ανεκπλήρωτο, ανεκπλήρωτο μένει. Και η νοητή γραμμή που χάραξες μέσα στα χρόνια, η ζωή, γίνεται όλο και πιο άσχημη. Και αυτό γιατί εσύ θεέ, όποιος, όπου και αν είσαι και συ τύχη και συ μοίρα και ο κόσμος ολόκληρος αποφασίσατε να γαμήσετε κάποιου τη ζωή, να του κάνετε την ζωή λίγο πιο δύσκολη. Και έτσι με κάποιο τρόπο ανθρωπάκο πληγώνεσαι από ανθρώπους που δεν ήταν καν εκεί, από την απουσία τους και μόνο. Και συ άθλιε ανθρωπάκο τους αγαπάς, ενώ δεν υπήρξαν ποτέ, ενώ δεν σ 'αγάπησαν ποτέ. Αγάπησες σε αυτούς μικρά και ασήμαντα πραγματάκια, λεπτομέρειες που οι άλλοι δεν γνωρίζουν, που οι άλλοι αγνοούν. Και αν σε ρωτούσαν ανθρωπάκο, θα απαντούσες ότι θα έδινες ακόμη και την ζωή σου για την αγάπη αυτή. Γιατί ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ανθρωπάκο γέμισε την μπανιέρα σου με καυτό νερό, ξεγυμνώσου και βούτα όσο πιο βαθιά μπορείς με μιαν ανάσα. Έπειτα βγες, σήκω αργά-αργά, αναδύσου σαν να ήταν η πρώτη φορά. Βγες μέσα απ την μήτρα της μάνας. Ξαναγεννήσου! Πες ανθρωπάκο πως γεννήθηκες ξανά, πως όλα ξεκινούν τώρα για σένα, πως δεν πόνεσες ποτέ, πως δεν πληγώθηκες ποτέ, πως δεν έδωσες σε κανέναν τα πάντα, πως δεν αγάπησες ποτέ, πως δεν σε αγάπησαν ποτέ!


Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

αγάπη είναι...#2#

  ...όταν τα βράδια ξαπλώνει πλάι σου στο κρεβάτι και ακουμπάει το μπράτσο του, πάνω στο στήθος σου και σε πιέζει και παρόλο που δυσκολεύεσαι να αναπνεύσεις με ευκολία, νιώθεις ασφάλεια και δεν θέλεις να χάσεις ούτε ένα δευτερόλεπτο απ' αυτή τη τρυφερή στιγμή.


Happy Feet



'Hταν κάποτε δυο πόδια καλλίγραμμα, αλλά κοντά. Ήταν 20 χρόνια κολλητά, από τα γεννοφάσκια, απ τη κοιλιά. Στοργικά το ένα προς το άλλο συντροφικά και συνεργατικά. Κάνανε και χορό! Το αριστερό ήταν λίγο καλύτερο, είχε εξασκηθεί,  αλλά κανένας δεν το έπαιρνε το άλλο για κακό. Κάποια μέρα  το δεξιό πάνω στο  χορό, επίμονο από ζήλια να γίνει και αυτό καλό, έμεινε κουτσό. Δεν το είχαν πάθει ποτέ ξανά αυτό, τουλάχιστον όχι σε τέτοιο βαθμό.
Ρωτάει το δεξί το αριστερό,
-Θα μπορέσεις να με βοηθήσεις σε παρακαλώ; 
-Μα φυσικά! Και το ρωτάς, χαζό;!
-Θα συμμετέχουμε και μεις σε αυτό! φώναξαν τα χέρια μαζί με μια φωνή.
Λίγο πιο μετά ένας κύριος με λευκά έφερε και άλλα δυο πόδια, μεταλλικά, ξερακιανά και καθόλου ομιλητικά. Στο βάδισμα όμως αρκετά βοηθητικά. Και έτσι ξεκίνησαν όλα μαζί τις βόλτες όπως παλιά αλλά με ρέγουλα τώρα πια. Και πηγαίναν και ερχόντουσαν και όταν κουραζόντουσαν σταματούσαν να πάρουν μιαν ανάσα και μετά ξανά ξεκινούσαν. Και πήγαιναν και ερχόντουσαν και το  δεξί ήταν τόσο χαρούμενο που είχε φίλους καλούς και πιστούς που το βοηθούσαν να αναρρώσει. Και πήγαιναν και ερχόντουσαν για να κρατούν το δεξί πάντα εύθυμο και χαμογελαστό να νομίζει ότι είναι ακμαίο και ικανό όπως τον παλιό καλό καιρό. Αυτό όμως ήταν ιδιαίτερα κουραστικό. Και τα χέρια σε έναν περίπατο στο βουνό, αρχίνισαν το παράπονο και τον υπαινιγμό, ότι δηλαδή, το δεξί το πόδι δεν ήταν και τόσο ανάπηρο. Το δεξί έμεινε βουβό και τον λόγο πήρε το αριστερό.
-Αν το πιστεύετε αυτό να βγείτε απ τον χορό!
Και έτσι έγινε, παραιτήθηκαν! Και τα μεταλλικά, τα ξερακιανά και καθόλου ομιλητικά, τα πόδια τα βοηθητικά πέσαν χάμω στα γκρεμνά. Και μονάχο έμεινε το αριστερό σε μονοπάτι δύσβατο. Και άρχισε να κάνει κουτσό πλάι στο γκρεμό. Τελικά ξεπέρασαν τον κίνδυνο και φτάσανε στον τελικό τους προορισμό. Στάθηκε το αριστερό, καταπονημένο και αδύναμο και αμέσως το δεξιό, ζήτησε να του φέρει νερό. Η αλήθεια ήταν πως είχε γίνει πολύ απαιτητικό. Και κατά βάθος δεν είχε πρόβλημα και τόσο σοβαρό, παρά μόνο εγωισμό μεγάλο και τρανό, γιατί μπορούσε να ισορροπήσει και να σταθεί ακόμη και μέχρι και να περπατήσει μπορούσε το δεξιό, το δήθεν, το κουτσό. Έμενε όμως πάντα σιωπηλό και άφηνε όλο το βάρος στο αριστερό. Το αριστερό με τόσο καιρό κουτσό, είχε μείνει το μισό, δεν σταματούσε όμως λεπτό, παρά τον κρυφό τραυματισμό, στον μηρό και το τρέμουλο το φριχτό, γιατί είχε δώσει όρκο ιερό, να του βρίσκεται πάντα στο πλευρό. 
Μια μέρα με ζέστη φριχτή και αποπνικτική, θέλησε το αριστερό να πάρει παγωτό. Έπρεπε να το δείτε, ήταν τροφαντό πάνω σε μαξιλάρι μαλακό και το άλλο στο πάτωμα το σκληρό.
-Σε παρακαλώ, εγώ που τόσο σε αγαπώ, είπε το δεξιό, λαχταρώ τώρα από το ψιλικατζίδικο ένα παγωτό!
Το αριστερό μάζεψε ότι δυνάμεις του απέμειναν και βγήκε ξυπόλυτο, να κάνει ξανά κουτσό στον δρόμο τον καυτό. Έκανε ένα κουτσό και άλλο ένα πιο μικρό και ένα ακόμη μηδαμινό και κατέρρευσε το έρμο, στην άσφαλτο απάνω. Κάτι ψιθύρισε στο αριστερό, νομίζω είπε σ' αγαπώ και σταμάτησε κάθε είδους σπασμό και παλμό. Έσπευσαν να το μεταφέρουμε στο κτήριο με το κόκκινο σταυρό και ο κύριος με τα λευκά είπε,
-Εγώ προσπάθησα, όσο μπορώ, να το κόψω θα πρέπει με βαρύ καημό.
Και αντί για αυτό στην θέση έβαλαν ένα ψηλομύτικο, γυαλιστερό και πλαστικό. Και απόμεινε το δεξιό μονάχο, που τελικά έλεγε ψέματα και ήταν καλά όλον αυτόν τον καιρό.
Και από τα δύο πιο χαζό, θα χαρακτήριζα μάλλον το αριστερό. Δεν ήταν αγάπη αυτό. Αλίμονο αν θυσιάζαμε την ζωή μας για τα καπρίτσια και τον εγωισμό του άλλου. Πρέπει να ξέρουμε όταν κουραζόμαστε και όταν πληγωνόμαστε και δακρύζουμε να σταματάμε.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Δάκρυον


Όσο πιο μεγάλος είναι ο άνθρωπος τόσο πιο δύσκολα κλαίει. Γιατί το δάκρυ, απλή σταγόνα δεν είναι, για να βγει με ευκολία, είναι μια σταγόνα αλμυρή και πικρή συνάμα και σαν ξεχυθεί απ΄το μάτι, σκάβει και χώνεται μέσα στις  πιο βαθιές χαρακιές του δέρματος και να την αφαιρέσει κανένας δεν μπορεί. Μονάχα το φως και οι ακτίνες του ήλιου. Και σαν ανταμώσουν αυτά τα δυο γίνονται ατμοί οι σκέψεις και φεύγουν ψηλά στον ουρανό. Και όταν πολλές τέτοιες σκέψεις συσσωρευτούν και τα σύννεφα μπουχτίσουν από συναισθήματα δημιουργούν βροχές, όχι ψιλοβρόχι, αλλά καταιγίδες. Καταιγίδες που ξεπλένουν τα πάντα. Τι γινήκαν οι σταγόνες αυτές; ένας κύκλος είναι και αυτός όπως όλα. Γνωστός και ως κύκλος του νερού. Άλλες στην γη και στα φυτά και άλλες σε λίμνες ποτάμια και θάλασσες. Θάλασσες που ξεβράζουν μυριάδες ηλιοκαμένα κορμιά νέων και κάποια από αυτά τυχερά-άτυχα θα ανταμώσουν άλλα κορμιά και θα δώσουν τα ομορφότερα αλμυρά φιλία. Και αυτός όμως ένας ακόμη κύκλος είναι... και γυρίζει!

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014