Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Όνειρο θα 'ταν

Καλοκαίρι σε κάποια παραλία απ τς κρυφές, κατάμεστες με κόσμο. Εγώ η μικρότερη της οικογενείας κάνω διακοπές εκεί, ακόμη μαζί με τους γονείς μου. Από τις τελευταίες μας. Οι δίπλα παραθερισταί δεν έχουν σταματήσει να παίζουν ρακέτες την τελευταία μια ώρα. Τα μπαλάκια τους έχουν πετύχει ουκ ολίγες φορές τον πατέρα μου. Αυτός τους έκανε παρατηρήσεις επανειλημμένα. Και τώρα έχει φτάσει  η ώρα του καυγά. Εγώ δεν ασχολούμαι.
Εγώ κάνω ηλιοθεραπεία, αλλάζω πλευρά και ρίχνω ένα μαντήλι πάνω στο κεφάλι μου. Με το ένα αυτί στην γη, αφουγκράζομαι όλους τους ήχους γύρω μου. Φωνές, τρεχαλητά, τα κλάματα των μωρών και τα ανέμελα παιχνίδια των παιδιών. Ξεχωρίζω έναν ήχο μέσα σε όλους αυτούς, τον απομονώνω. Είναι βαρύγδουπα αντρικά βήματα. Και όλοι οι άλλοι ήχοι παύουν. Ακόμη και το κύμα σίγασε. Ανοίγω τα μάτια και ανασηκώνομαι στους αγκωνές. Τρεις άντρες της αστυνομίας, μια νέα ομάδα, η ομάδα Ξ, η αλλιώς ξιφίας. Πλησιάζουν και γω σηκώνομαι απότομα, αναζητώντας να μάθω τον λόγο της επίσκεψης τους. Τους κοιτώ επίμονα. Ένας από αυτούς με πλησιάζει, δεν έχω ιδέα γιατί εμένα. Μου λέει οι σφαίρες θα κάνουν τόσο ωραίο ήχο πάνω σου. Γελάω σαρκαστικά αλλά με φόβο. Κατά βάθος θέλω να του πω, τι λες παλιό μαλάκα! Δεν μιλώ. Του γυρνάω την πλάτη και απομακρύνομαι. Τον ακούω πίσω μου. Είμαι στο επίκεντρο. Όλοι παρακολουθούν ακίνητοι, σιωπηλοί και έντρομοι. τώρα ξέρω πως δεν αστειεύεται. Κάνω να τρέξω, να πέσω κάτω, να κρυφτώ. Πριν προλάβω να αποφασίσω τι θα κάνω, κάνει αυτός για μένα. Τρεις σφαίρες φυτεύονται στην ιδρωμένη πλάτη μου, πίσω από το στήθος. Παίρνω μια κοφτή ανάσα και σωριάζομαι στην χρυσή άμμο. Η μητέρα μου προσπαθεί να τρέξει κοντά μου.
 Όλοι οι ήχοι μεγαλώνουν παραμορφώνονται. Βλέπω τα χάλκινα μαλλιά της μητέρας μου και νιώθω τα δάκρυα της πάνω μου. Μακριά από μένα θρηνεί ένας κορμοράνος, μέσα από το σώμα του πατέρα μου. Αρχίζω να χάνω και άλλες αισθήσεις. Την όραση. Οι εικόνες και αυτές αλλοιώνονται. Διακρίνω πλάι στην μητέρα μου ένα μαυριδερό αγόρι. Το αγόρι που περάσαμε μαζί το περσινό μας καλοκαίρι. Ήταν ώρα στην παραλία, τον είχα δει και με είχε δει αλλά ψάχναμε την κατάλληλη στιγμή για να ανταμώσουμε μακριά από αδιάκριτα μάτια. Ένας από τους πολλούς εραστές μου ήταν εκεί για να με χαιρετήσει, δίπλα στην μάνα μου, αυτή που μου χάρισε την ζωή και αυτός που μου την υπενθύμισε κάτι φορές λίγο πριν την ανατολή.
Κάτω απ' τον καυτό ήλιο, ιδρώνω όλο και περισσότερο. Προσπαθώ να μιλήσω αλλά δεν μπορώ, ματώνω όλο και περισσότερο, προσπαθώ να πάρω ανάσα και το στόμα μου γεμίζει με 'ενα κόκκινο μείγμα, απο άμμο και αίμα. Και τα μάτια μου αντικρίζουν μόνο λευκό. Ένα λαμπερό λευκό.
Και για κάποιο λόγο τώρα δεν φοβάμαι.

Στις επόμενες ώρες θα ξεσπάσουν κύματα διαδηλώσεων σε όλη την χώρα και το κέντρο θα βρίσκεται για ακόμη μια φόρα στις φλόγες.