Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

The story of a sick boy (girl).

Πίνω το ποτό μου σε κάποιο μπαρ μαζί με την κολλητή μου και τ' αγόρι. Ο μπάρμαν μου κάνει νόημα να πάω κοντά του. Έχω μια δουλεία για σένα, μου λέει, δυο πραγματάκια θα κάνεις και θα πάρεις 60 ευρώ. Δεν το σκέφτομαι καθόλoυ. Του απαντάω ναι. Μας φτιάχνει δυο σφηνάκια, για να σφραγίσει το ντιλ και πριν προλάβει να βάλει τις φέτες του πορτοκαλιού, εγώ, τα χω ρίξει και τα δυο μέσα μου.
Επιστρέφω στην παρέα. Τ 'αγόρι με πιάνει απ την μέση με το ένα χέρι. Mε τραβά κοντά του. Μου κάνει κάτι αηδιαστικό στον αυτί με γλώσσα και πολλά σάλια και μου χουφτώνει τον κώλο. Συζητάνε για καταλήψεις. Εγώ κοιτώ γύρω μου και ψάχνω τον πελάτη μου. Μετά από ώρα έρχεται η σερβιτόρα και μου ζητά να την ακολουθήσω, τους λέω πως θα λείψω για δουλειά και εξαφανίζομαι, πριν προλάβουν να μου κάνουν περισσότερες ερωτήσεις.
Η σερβιτόρα ανοίγει δρόμο να περάσουμε και όλοι μας κοιτούν. Δεν είμαι πόρνη θέλω να τους πω. Αλλά και να τους πω δεν θα ακούσουν, αλλά και να ακούσουν δεν θα καταλάβουν. Ένας βλαχοτρέντι με γλυμμένο το μαλλί, έρχεται κοντά μας. Αυτός θα ναι, όχι δεν είναι. Ευτυχώς, ξαναφεύγει. Με παραδίδει σε μια κοπέλα με ένα κόκκινο αμάξι. Κάνω να μπω και η πόρτα δεν ανοίγει. Απ' του οδηγού μου λέει. Μπαίνω σαν τυμβωρύχος και αυτή πίσω μου. Βάζει μπρος, φεύγουμε μακριά απ την πόλη, βρισκόμαστε στα μέρη μου, αλλά φεύγουμε και από αυτά. Οδηγούμε μέσα σε σκηνικό θρίλερ, σκοτεινός δρόμος, υγρασία, περιορισμένη ορατότητα και δέντρα αριστερά και δεξιά. Δεν λέμε κουβέντα, κρατάμε κρυμμένα μυστικά. Είναι καλός, καθαρός και γιατί το κάνει, την ρωτάω, από μέσα μου και γιατί το κάνω και γω. Σε μια εσοχή μπροστά, από τις ταχύτητες υπάρχουν κάτι επαγγελματικές κάρτες.Επάνω λένε "ΕΙΔΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ'' ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ. Και γω, της λέω, δείχνοντάς της την κάρτα. Σκάει χαμόγελο εγκεφαλικού, που μέχρι να φτάσουμε έχει ξεθυμάνει και χει μετατραπεί σε ανάποδο χαμόγελο.
Φτάνουμε. Παρκάρουμε έξω από ένα μεγάλο κτήριο, δεν μοιάζει με σπίτι. Βγαίνω από την πόρτα του οδηγού, έτσι όπως μπήκα. Αριστερά από την κεντρική είσοδο υπάρχει μια επιγραφή, μπαίνουμε βιαστικά και έτσι δεν προλαβαίνω να την διαβάσω. Μια  κοπέλα μας χαιρετά στην είσοδο. Μπαίνουμε στο ασανσέρ, κοιτάζω στον καθρέπτη και προσπαθώ διακριτικά να διορθώσω το μπορντό κραγιόν μου. Βγαίνουμε σε έναν διάδρομο που υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, φαίνεται πως η κοπέλα τους γνωρίζει. Συζητούν και με κοιτάζουν, η δεύτερη κοπέλα της παρέας με σχολιάζει, πολύ μακρόστενη είναι, ενώ ένα άλλο αγόρι συμπληρώνει και μαυριδερή. Πάω προς το παράθυρο και λύνω τα μαλλιά μου. Ανάβω τσιγάρο, πριν προλάβω να ρουφήξω την πρώτη τζούρα, ακούω μια φωνή, απαγορεύεται! Η πόρτα στο βάθος του διαδρόμου ανοίγει και τώρα όσοι βρίσκονταν έξω μπήκαν μέσα. Από την μισάνοιχτη πόρτα βλέπω έναν νέο, ξαπλωμένο σε κρεβάτι και γύρω του άλλους. Ψάχνει και εκείνος με το βλέμμα του στον διάδρομο, με αναζητά.
Μόλις τα μάτια μας διασταυρώνονται κάνω πίσω, κρύβομαι.
Σε λίγο η πόρτα ξανανοίγει, η παρέα τον καληνυχτίζει και βγαίνει γελώντας. Παίρνουν το ασανσέρ και φεύγουν. Κανείς δεν μου έδωσε καμία σημασία, καμία οδηγία από κανέναν. Παραμένω εκεί. Δύο λεπτά μετά, μέσα από το δωμάτιο το αγόρι με καλεί να πάω. Ανοίγω την πόρτα όσο πιο αθόρυβα μπορώ. Εκείνος βρίσκεται ακόμη στο κρεβάτι, φορά μια μπαντάνα στο κεφάλι. Το δωμάτιο είναι γεμάτο μηχανήματα, σωληνάκια και άλλα ιατρικά σύνεργα, κάπου υπάρχει και ένας καναπές, αφήνω την τσάντα μου και κάθομαι. Όλα όσο πιο διακριτικά γίνεται. Το αγόρι με παρακολουθεί. Τα λεφτά είναι εκεί, μου λέει και μου δείχνει ένα συρτάρι διπλά στον καναπέ, το ανοίγω και μέσα βρίσκονται τα 60 ευρώ. Χρειάζεται να γδυθώ με ρωτάει, ναι του λέω αμήχανα και μετά, δεν ξέρω. Δεν το χω ξανακάνει μου λέει.
Ούτε γω.

Τα βγάζει όλα εκτός από την φανέλα και τακτοποιημένα τα ακουμπά στο κάγκελο του κρεβατιού. Έλα, λέει. Πάω κοντά του και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο μέσα στα μάτια, διαβάζουμε τις ψυχές μας.
Είναι σχεδόν είκοσι τριών χρόνων, σαν και μένα, χλωμός και αδύνατος, τα μάτια του είναι ξεθωριασμένa πράσινα και αν είχε μαλλιά θα ήταν κατάμαυρα.
Είχε και ένα σκύλο, κυνηγόσκυλο. Είχε και μια κοπέλα. Και σπούδαζε και έπαιζε μπάσκετ και οδηγούσε και αμάξι, του πατέρα του. Διάβαζε. Και έβλεπε πολλές ταινίες, πήγαινε σε φεστιβάλ. Έτρωγε τηγανητές πατάτες με πολύ αλάτι και κέτσαπ και έπινε κόκα-κόλα, κάθε μέρα. Τα σαββατοκύριακα πήγαιναν στο εξοχικό του φίλου του και άναβαν το τζάκι και πάντα ξεχνούσαν να ανοίξουν την καμινάδα και το σπίτι γέμιζε καπνό και έπειτα άνοιγαν τις πόρτες και τα παράθυρα για να απομακρύνουν την κάπνα και ξεπάγιαζαν από το κρύο και τυλίγονταν με κουβέρτες. Τα βράδια που έβγαινε, έπινε πολύ και μεθούσε και έκανε στριπτίζ στους φίλους του και το πρωί ξυπνούσε γυμνός και δεν είχε ιδέα γιατί...
Τα χέρια μου μουδιάζουν, είναι γιατί θέλω να κλάψω. Tα μάτια μου βουρκώνουν. Ξαπλώνω γρήγορα δίπλα του για να μην το δει και κοιτάζω το ταβάνι.
Ξεφυσώ, ενώ αυτός εισπνέει.
Και τώρα εγώ εισπνέω και  αυτός εκπνέει.
Εκπνέω, εισπνέει.
Και οι δυο μαζί,
πιο βαθιά
και πιο κοφτά
και πιο γρήγορα.
Επαναλαμβάνεται το ίδιο.
Νιώθω το σώμα του να τρέμει, να σπαρταράει σαν ψάρι. Του σηκώνεται. Ντρέπεται και προσπαθεί να το κρύψει, του αγγίζω το χέρι και ερεθίζεται ακόμη πιο πολύ. Του το σφίγγω παρηγορητικά, να μην νιώθει άσχημα, αλλά και σε μένα τα ίδια συμβαίνουν παρόλο που έχω μάθει να τα κρύβω καλά. Ανεβαίνω από πάνω. Του φιλάω το κούτελο. Και με τα δυο μου χέρια, απομακρύνω την μπατάνα. Δεν έχει μαλλιά. Του φιλώ όλο το κεφάλι, του φιλώ την μύτη και τα μάτια.
Πλησιάζω το στόμα του. Με τα χείλη μου χαϊδεύω τα δικά του. Αρχίζει να με αγγίζει και αυτός με τα ακροδάχτυλα, δειλά-δειλά.
Και με φιλάει,
με ορμή,
κάπως άγαρμπα.
Με δαγκώνει κατά λάθος.
Σταματά.
Εγώ ξαναπροσπαθώ. Του μαθαίνω πώς. Ρουφά το αίμα, απ το χείλος μου. Μου περιποιείται την μικροσκοπική αυτή πληγή και συνεχίζει τα φιλιά. Έχει πικρή γεύση το στόμα του. Και συνεχίζει τα φιλιά.
Τέρμα τα φιλιά!
Κάνω να κατεβώ προς τα κάτω, εκείνος όμως με θέλει εκεί. Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας. Προσπαθώ και πάλι με το χέρι μου, να του πιάσω το πουλί. Μου αρπάζει και τα δυο χέρια, με φιλά με μανία, σαν να θέλει να μου πιει την ψυχή, να μου ρουφήξει ζωή. Με σφίγγει με δύναμη, με πονά. Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας.
Με φιλάει...
Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας γαμώτο, του φωνάζω!

Σηκώνομαι.
Παίρνω τα πράγματα μου, ανοίγω το συρτάρι, παίρνω τα λεφτά. Φεύγω τρέχοντας. Καμιά απόσταση δεν είναι αρκετή και συγχρόνως τόσο μεγάλη για να φύγω από κει.
Κλαίω.
Δεν κλαίω για αυτόν, δεν κλαίω για την αρρώστια του και το πόνο του, δεν κλαίω που πιθανότατα σε λίγο καιρό θα πεθάνει.
Κλαίω για μένα.

Κοιτάζω τα λεφτά στην υγρή παλάμη μου, πήρα μόνο το ένα εικοσάρικο,
για να ταξί.
Πολύ κακιά;
Βρίσκομαι και πάλι στο μαγαζί απ όπου ξεκίνησα, οι δικοί μου έχουν φύγει, ο κόσμος και οι παρέες έχουν ανανεωθεί. Πίνω ένα ποτό με τα λεφτά που μου απέμειναν και χορεύω προκλητικά με αγνώστους.












*2 χρόνια μαζί!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου